- προμηνύω
- ΝΜΑ, και προμηνώ, -άω, Ν [μηνύω]1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ' oὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.)2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῡτο προεμήνυσαν», ΠΔ)νεοελλ.(το μέσ. και παθ. στο τρίτο πρόσ.) προμηνύεταια) προβλέπεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί («προμηνύεται βροχή»)β) συνεκδ. (ιδίως για κακό) επικρέμεται, επαπειλείται («προμηνύεται μεγάλη συμφορά)(μσν-αρχ.) (σχετικά με παγανιστικές προφητείες) προλέγω, προφητεύωαρχ.1. αναφέρω, μνημονεύω προηγουμένως («τὸν Χριστόν... προεμηνύσαμεν λόγον ὄντα», Ιουστ.)2. προειδοποιώ («Παῡλος προμηνυθεὶς ὑπὸ τοῡ Θεοῡ», Ξάνθιππ.).
Dictionary of Greek. 2013.